Κάποτε ήταν ένα κορίτσι που είχε ακούσει τα αγάλματα να τραγουδάνε, είχε χορέψει μαζί τους στο φως του φεγγαριού, τα είχε δει να δακρύζουν.
Επειδή τα αγάλματα τις νύχτες ζωντανεύουν. Η Αγγελίνα το ήξερε καλά αυτό αφού μεγάλωσε μέσα στο μουσείο σχεδόν. Άλλωστε, το ότι είχε ένα ολόκληρο κι ένα μισό, «καταραμένο» χέρι την έκανε να τους μοιάζει ακόμα περισσότερο. Με εξαίρεση τον Τίκο, τον μόνο σάρκινο φίλο της, τα αγάλματα ήταν οι καλύτεροί της φίλοι.
Όταν ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, ο φόβος ότι θα επικρατήσει το σκοτάδι του ναζισμού έγινε ακόμα ισχυρότερος. Κι όσοι σχετίζονταν με το Μουσείο, από τους αρχαιολόγους μέχρι τους απλούς εργάτες, όλοι μοιράζονταν μια κοινή αγωνία· όλοι προστάτευαν το ίδιο μυστικό που έμοιαζε να συνοψίζεται σε μία και μόνο φράση: «Να προλάβουμε…».
Η Αγγελίνα θα θελήσει να μάθει εκείνο το μυστικό και θα βοηθήσει τον Τίκο να κρύψει το δικό του.
Μια βαθιά ανθρώπινη κι αντιπολεμική ιστορία για τη φιλία, την ενηλικίωση, την αναζήτηση ταυτότητας και την ανάγκη διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, βασισμένη στην πραγματική ιστορία της απόκρυψης των αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
«Πόλεμος, Αντίσταση, Απελευθέρωση, όλα περνούν μέσα από τον κόσμο της μικρής ηρωίδας. Κι έτσι η συγγραφέας μαθαίνει στα παιδιά, χωρίς διδακτισμό, πως η Αντίσταση δεν είναι μόνο τα όπλα… Δε γράφει η Αγγελική Δαρλάση, κεντάει βελονιά βελονιά, και κάνει να αγαπηθούν αυτά που κρύβει μέσα του ένα μουσείο».
Από το προλογικό σημείωμα της Άλκης Ζέη