Μα τα χίλια πούπουλα, δεν μπορώ άλλη μοναξιά!
Θέλω σαν νυχτώνει κι όταν ξημερώνει, να έχω συντροφιά.
Πάνω σε κρεβάτι θέλω να ξαποστάσω
και κάποιον μεγάλο ή μικρό να ξεκουράσω.
Αυτά σκεφτόταν, κι ένα πρωί ή μεσημέρι (μπορεί να ήταν και βράδυ, δεν έχει σημασία), το μαξιλάρι αποφάσισε να φύγει από τη σκονισμένη σοφίτα και να βρει την τύχη του αλλού.